- ἀκανθηρός
- ἀκανθ-ηρός, ά, όν,A with spines, of certain fish, Arist.HA621b16 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακανθηρός — ἀκανθηρός, ά, όν (Α) [ἄκανθα] ο αγκαθερός* … Dictionary of Greek
ἀκανθηροτέρων — ἀκανθηρός with spines fem gen comp pl ἀκανθηρός with spines masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
κάτσαρα — τα φρύγανα, ξερόκλαδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ακανθηρός, όπως και το κατσαρός (βλ.λ.)] … Dictionary of Greek
κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη … Dictionary of Greek
κατσαφάνα — η αγκαθωτό φυτό με κίτρινα άνθη, τής οικογένειας τών χεδρωπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ακανθ αφάνα (πρβλ. κατσαρός < ακανθηρός)] … Dictionary of Greek